θρανίο

θρανίο
το
σχολικό έπιπλο που χρησιμεύει για να κάθονται οι μαθητές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θρανίο — το (ΑΜ θρανίον) [θρόνος] το κάθισμα τών κωπηλατών τής λέμβου, ο πάγκος νεοελλ. 1. μεταλλικό ή ξύλινο και με ερεισίνωτο, συνήθως, κάθισμα για δύο ή περισσότερα άτομα 2. το ειδικό κάθισμα τών μαθητών ή τών σπουδαστών («σχολικό θρανίο») 3. ειδικό… …   Dictionary of Greek

  • συμψέλιον — και συμψέλλιον και συνψέλιον και συψέλιον και σεμσέλλιον και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ 1. θρανίο, εδώλιο 2. (ο τ. σεμψέλλιον στον πληθ.) τὰ σεμψέλλια εκκλησιαστικά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subsellium «εδώλιο, θρανίο» (< sub «υπό» + sella «έδρα»)] …   Dictionary of Greek

  • Вугуклаки, Алики — Алики Вугуклаки Αλίκη Βουγιουκλάκη Имя при рождении: Алики Стаматина Кумундуру Дата рождения: 20 июля 1933(1933 07 20) …   Википедия

  • Вугуклаки — Вугуклаки, Алики Али´ки Стамати´на Вугукла´ки (греч. Αλίκη Βουγιουκλάκη), урождённая Кумунду´ру (20 июля 1933 23 июля 1996) гречанка, знаменитая актриса театра и кино. Родилась в г.Афины (район Маруси). Национальная звезда Греции. Проявила себя… …   Википедия

  • Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece …   Wikipedia

  • έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… …   Dictionary of Greek

  • αναγνωστήριο — και τήρι, το (Α ἀναγνωστήριον) [ἀναγνώστης] αίθουσα κατάλληλα διαρρυθμισμένη για διάβασμα σε βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ή πολιτιστικά ιδρύματα κ. λ. π. νεοελλ. σχολικό όργανο για τη διδασκαλία τής ανάγνωσης (ορθός πίνακας) με τρεις ή έξι… …   Dictionary of Greek

  • εδώλιο — το (Α ἐδώλιον) νεοελλ. 1. έδρα, θρανίο 2. «εδώλιο κατηγορουμένου» το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος αρχ. 1. διαμονή, κατοικία 2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα 3. ιστοδόκη 4. (στο… …   Dictionary of Greek

  • θράνος — θρᾱνος, ὁ (Α) 1. κάθισμα, εδώλιο 2. κάθισμα αποπάτου 3. ξύλινο δοκάρι 4. φρ. «ὁ θράνος τοῡ νεώ» η τοιχοποιία της κορυφής τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *dhreә2 «κρατώ, στηρίζω» + επίθημα νο , νυ (για τον παράλληλο τ. θρῆνυς). Συνδέεται με τον… …   Dictionary of Greek

  • θρανίδιον — θρανίδιον, τὸ (Α) [θρανίον] μικρό θρανίο, κάθισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”